Μετάβαση στο περιεχόμενο

kvietigata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

kvietigata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος kvietigi