lésion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lésion lésions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lésion (fr) θηλυκό

  1. αδίκημα εναντίον των συμφερόντων κάποιου
  2. τραύμα, αλλοίωση

Συγγενικά[επεξεργασία]