lésionnel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lésionnel < lésion
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lésionnel | lésionnels |
θηλυκό | lésionnelle | lésionnelles |
lésionnel (fr)
- σχετικός με μια αλλοίωση, τραυματικός