léthargie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
léthargie | léthargies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
léthargie (fr) θηλυκό
- ο λήθαργος
ενικός | πληθυντικός |
léthargie | léthargies |
léthargie (fr) θηλυκό