Μετάβαση στο περιεχόμενο

léthargique

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
léthargique léthargiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

léthargique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]