lévrier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lévrier | lévriers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lévrier (fr) αρσενικό
- (ζωολογία) λαγωνικό σκυλί
ενικός | πληθυντικός |
lévrier | lévriers |
lévrier (fr) αρσενικό