laŭtparolilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laŭtparolilo | laŭtparoliloj |
αιτιατική | laŭtparolilon | laŭtparolilojn |
laŭtparolilo (eo)
- το μεγάφωνο