lab
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lab | labs |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lab < περικοπή του laboratory
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lab (en)
- (ανεπίσημο) άλλη μορφή του laboratory
- ↪ When will the lab give us the results?
- Ποτέ θα μας δώσει το εργαστήριο τα αποτελέσματα;
- ↪ When will the lab give us the results?