laboratoire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- laboratoire < λατινική labōrō, από το σουπίνο laborat(um) + -oire. Το laboratorium < μεσαιωνικά λατινικά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /la.bɔ.ʁa.twaʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
laboratoire | laboratoires |
laboratoire (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- labo (καθομιλουμένη)
Πηγές
[επεξεργασία]- laboratoire - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- laboratoire - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online