Μετάβαση στο περιεχόμενο

laboratoire

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
laboratoire < λατινική labōrō, από το σουπίνο laborat(um) + -oire. Το laboratorium < μεσαιωνικά λατινικά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /la.bɔ.ʁa.twaʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
laboratoire laboratoires

laboratoire (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • labo (καθομιλουμένη)