laboratorio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- laboratorio < laboratori + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laboratorio | laboratorioj |
αιτιατική | laboratorion | laboratoriojn |
laboratorio (eo)
- το εργαστήριο
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]laboratorio (it)
- το εργαστήριο
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]laboratorio (fi)
- το εργαστήριο