Μετάβαση στο περιεχόμενο

laboregi

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
laboregi < labor + eg + -i
ρήμα laboregi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας laboregas laboreganta laboregata
αόριστος laboregis laboreginta laboregita
μέλλοντας laboregos laboregonta laboregota
υποθετική laboregus - -
προστακτική laboregu - -

laboregi (eo)