labourer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
labourer labourers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

labourer < labour + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

labourer (en)

  • (μετρήσιμο, βρετανικά αγγλικά) ο εργάτης, η εργάτρια, ένα άτομο του οποίου η δουλειά περιλαμβάνει σκληρή σωματική εργασία που δεν χρειάζεται ειδικές δεξιότητες, ειδικά εργασία που γίνεται σε εξωτερικούς χώρους
    day labourer - ημερομίσθιος εργάτης
    farm labourers - αγροτικοί εργάτες
     συνώνυμα: worker

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.bu.ʁe/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

labourer (fr)