lace
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lace | laces |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lace (en)
- (μη μετρήσιμο) η δαντέλα
- ⮡ a dress trimmed with lace - φόρεμα γαρνιρισμένο με δαντέλα
- το κορδόνι παπουτσιού
ενικός | πληθυντικός |
lace | laces |
lace (en)