Μετάβαση στο περιεχόμενο

lace

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lace laces

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lace (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η δαντέλα
      a dress trimmed with lace - φόρεμα γαρνιρισμένο με δαντέλα
  2. το κορδόνι παπουτσιού
      Tighten up your laces!
    Σφίξε τα κορδόνια σου!
     συνώνυμα: shoelace

Σύνθετα

[επεξεργασία]