lachen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
lachen (de)
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
lachen (nl) (αόρ. : lachte, παθ. μτχ. : gelachen)