laitier
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]laitier (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
laitier | laitiers |
laitier (fr) αρσενικό
- ο γαλατάς
laitier (fr)
ενικός | πληθυντικός |
laitier | laitiers |
laitier (fr) αρσενικό