lalea
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά
(ro)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
lalea
(ro)
θηλυκό
(
φυτό
) η
τουλίπα
Κλίση
[
επεξεργασία
]
κλίση του
lalea
ενικός
πληθυντικός
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
ονομαστική
o
lalea
laleaua
nişte
lalele
lalelele
γενική
a unei
lalele
lalelei
a unor
lalele
lalelelor
δοτική
unei
lalele
lalelei
unor
lalele
lalelelor
αιτιατική
o
lalea
laleaua
nişte
lalele
lalelele
κλητική
—
-
—
-
Κατηγορίες
:
Ρουμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (ρουμανικά)
Φυτά (ρουμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Deutsch
English
Français
Magyar
Ido
Íslenska
한국어
Polski
Română
Русский
Slovenščina
Türkçe
中文