lambin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό lambin lambins
θηλυκό lambine lambines

lambin (fr)

Cet écolier est un lambin. - Αυτός ο μαθητής είναι αργοκίνητος.
Cette fillette est une lambine. - Αυτό το κοριτσάκι είναι αργό.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lambin lambins

lambin (fr) αρσενικό

son lambin de frangin - ο μαλθακός αδερφός του
Je n'ai pas vu d'homme plus lambin. - Δεν έχω ξαναδεί πιο μαλθακό άνθρωπο.
 συνώνυμα: traînard

Αντώνυμα[επεξεργασία]