lame duck

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

lame duck (en)

  1. πολιτικός που βρίσκεται κοντά στο τέλος της θητείας του και δεν μπορεί να εκλεχθεί ξανά
  2. απόκληρος