lampart
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lampart < παλαιογερμανική lewpart
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lampart (pl) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) (κοινά) λεοπάρδαλη, πάνθηρας