landlimo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | landlimo | landlimoj |
αιτιατική | landlimon | landlimojn |
landlimo (eo)
- en la regiono kuniĝas landlimoj de tri landoj
- στην περιοχή συγκεντρώνονται τα σύνορα τριών χωρών