languette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
languette | languettes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
languette (fr) θηλυκό
- στενόμακρο, λεπτό αντικείμενο
- Languette de pain. Είδος στενόμακρου ψωμιού.