languidus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
languidus (la)
- αδύναμος, κουρασμένος, εξασθενημένος
- άρρωστος, αδιάθετος
- αργός, βραδύς
- (μεταφορικά) ανενεργός, αδρανής
Κλίση[επεξεργασία]
- συγκριτικός βαθμός: languidior, υπερθετικός βαθμός: languidissimus