lapë
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lapë < πρωτοαλβανική *lapā- (συγγενές με την αρχαία ελληνική λοπός: φλούδα, φλοιός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lapë (sq) θηλυκό
lapë (sq) θηλυκό