lapse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lapse lapses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lapse (en)

  1. το παράπτωμα
  2. η κατολίσθηση, η χειροτέρευση μιας κατάστασης
    the lapse into crime - η κατολίσθηση προς το έγκλημα

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 439. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κατολίσθηση