larcin
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
larcin | larcins |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]larcin (fr) αρσενικό
- (λόγιο) μικροκλοπή χωρίς βία
- (παρωχημένο) το κλοπιμαίο
ενικός | πληθυντικός |
larcin | larcins |
larcin (fr) αρσενικό