Μετάβαση στο περιεχόμενο

larcin

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
larcin larcins

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

larcin (fr) αρσενικό

  1. (λόγιο) μικροκλοπή χωρίς βία
  2. (παρωχημένο) το κλοπιμαίο