largable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
largable | largables |
Επίθετο[επεξεργασία]
largable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να πεταχτεί (από αεροπλάνο, πύραυλο, κ.α.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη larguer