largesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
largesse | largesses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
largesse (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
largesse | largesses |
largesse (fr) θηλυκό