larvaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- larvaire < larve
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
larvaire | larvaires |
larvaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
larvaire | larvaires |
larvaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό