larynx
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]larynx (en)
- ο λάρυγγας
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]larynx (fr) αρσενικό
- ο λάρυγγας
larynx (en)
larynx (fr) αρσενικό