latarka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | latarka | latarki |
γενική | latarki | latarek |
δοτική | latarce | latarkom |
αιτιατική | latarkę | latarki |
οργανική | latarką | latarkami |
τοπική | latarce | latarkach |
κλητική | latarko | latarki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
latarka (pl) θηλυκό
- ο φακός (φορητή συσκευή φωτός)