latarka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική latarka latarki
γενική latarki latarek
δοτική latarce latarkom
αιτιατική latar latarki
οργανική latar latarkami
τοπική latarce latarkach
κλητική latarko latarki

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /laˈtarka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

latarka (pl) θηλυκό

  • ο φακός (φορητή συσκευή φωτός)

Συγγενικά[επεξεργασία]