latch
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
latch | latches |
latch (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | latch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | latches |
αόριστος | latched |
παθητική μετοχή | latched |
ενεργητική μετοχή | latching |
latch (en)
- μανταλώνω
- ⮡ I’m closing and latching the door.
- Κλείνω και μανταλώνω την πόρτα.
- ⮡ I’m closing and latching the door.