Μετάβαση στο περιεχόμενο

latch

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
latch latches

latch (en)

  • ο σύρτης, το μάνταλο
      The door closes with a latch.
    Η πόρτα κλείνει με σύρτη.
      Put the latch on the door, so it won’t open.
    Βάλε το μάνταλο στην πόρτα, για να μην ανοίγει.
ενεστώτας latch
γ΄ ενικό ενεστώτα latches
αόριστος latched
παθητική μετοχή latched
ενεργητική μετοχή latching

latch (en)

  • μανταλώνω
      I’m closing and latching the door.
    Κλείνω και μανταλώνω την πόρτα.