late
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | late |
συγκριτικός | later |
υπερθετικός | latest |
late (en)
- αργώ, με καθυστέρηση, που φτάνει ή γίνεται μετά την αναμενόμενη, προγραμματισμένη ή συνηθισμένη ώρα
- ↪ I’m 5 minutes late.
- Άργησα 5 λεπτά.
- ↪ We are late for school/for work.
- Αργήσαμε για το σχολείο/για τη δουλειά.
- ↪ Even though we drove as fast as we could, we were still late.
- Αν και τρέχαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, και πάλι αργήσαμε.
- ↪ His wife attacked him because he was late.
- Του επιτέθηκε η γυναίκα του γιατί άργησε.
- ↪ The train was slow and we arrived at the border late.
- Το τρένο ήταν αργό και φτάσαμε στα σύνορα με καθυστέρηση.
- ↪ It arrived very late.
- Έφτασε με μεγάλη καθυστέρηση.
- ↪ The train will be two hours late.
- Το τρένο θα έχει δύο ώρες καθυστέρηση.
- ↪ I’m 5 minutes late.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αργά, κοντά στο τέλος μιας χρονικής περιόδου, της ζωής ενός ατόμου κτλ.
- ↪ in the late afternoon - αργά το απόγευμα
- ↪ in the late summer - προς το τέλος του καλοκαιριού
- ↪ a man in his late thirties (=a man nearing forty) - άνθρωπος που κοντεύει τα σαράντα
- ↪ in the late sixties - προς το τέλος της δεκαετίας του 1960
- αργά, προς το τέλος της ημέρας
- ↪ It’s very late.
- Είναι πολύ αργά.
- ↪ It was getting late and I was tired.
- Είχε περάσει η ώρα και ήμουν κουρασμένος.
- ↪ It’s getting late, we must be going.
- Περνάει η ώρα, πρέπει να πηγαίνουμε.
- ↪ It’s very late.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό, επίσημο) ο μακαρίτης
- ↪ my late husband - ο μακαρίτης ο άντρας μου
- ύστερος, μεταγενέστερος
- ↪ Late Greek - μεταγενέστερη ελληνική
- ↪ Late Minoan period - ύστερη μινωική περίοδος
- που έχει καθυστέρηση στην έμμηνο ρύση
- ↪ I'm late, honey. Could you buy a test?
- Αγάπη μου, έχω καθυστέρηση. Μπορείς να αγοράσεις ένα τεστ;
- ↪ I'm late, honey. Could you buy a test?
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | late |
συγκριτικός | later |
υπερθετικός | - |
late (en)
- αργά, μετά την αναμενόμενη, προγραμματισμένη ή συνηθισμένη ώρα
- ↪ We arrived late.
- Φτάσαμε αργά.
- ↪ Better late than never.
- Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
- ↪ We arrived late.
- αργά, κοντά στο τέλος μιας χρονικής περιόδου, της ζωής ενός ατόμου κτλ.
- ↪ it was late in the evening - ήταν αργά το βράδυ
- ↪ late in the afternoon - αργά το απόγευμα
- ↪ late in the spring - αργά την άνοιξη
- αργά, προς το τέλος της ημέρας
- ↪ They stayed up late.
- Έμειναν αργά.
- ↪ They stayed up late.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- stay up late
- → και δείτε τις εκφράσεις για later