late

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός late
συγκριτικός later
υπερθετικός latest

late (en)

  1. αργώ, με καθυστέρηση, που φτάνει ή γίνεται μετά την αναμενόμενη, προγραμματισμένη ή συνηθισμένη ώρα
    I’m 5 minutes late.
    Άργησα 5 λεπτά.
    We are late for school/for work.
    Αργήσαμε για το σχολείο/για τη δουλειά.
    Even though we drove as fast as we could, we were still late.
    Αν και τρέχαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, και πάλι αργήσαμε.
    His wife attacked him because he was late.
    Του επιτέθηκε η γυναίκα του γιατί άργησε.
    The train was slow and we arrived at the border late.
    Το τρένο ήταν αργό και φτάσαμε στα σύνορα με καθυστέρηση.
    It arrived very late.
    Έφτασε με μεγάλη καθυστέρηση.
    The train will be two hours late.
    Το τρένο θα έχει δύο ώρες καθυστέρηση.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αργά, κοντά στο τέλος μιας χρονικής περιόδου, της ζωής ενός ατόμου κτλ.
    in the late afternoon - αργά το απόγευμα
    in the late summer - προς το τέλος του καλοκαιριού
    a man in his late thirties (=a man nearing forty) - άνθρωπος που κοντεύει τα σαράντα
    in the late sixties - προς το τέλος της δεκαετίας του 1960
  3. αργά, προς το τέλος της ημέρας
    It’s very late.
    Είναι πολύ αργά.
    It was getting late and I was tired.
    Είχε περάσει η ώρα και ήμουν κουρασμένος.
    It’s getting late, we must be going.
    Περνάει η ώρα, πρέπει να πηγαίνουμε.
  4. (μόνο πριν από το ουσιαστικό, επίσημο) ο μακαρίτης
    my late husband - ο μακαρίτης ο άντρας μου
  5. ύστερος, μεταγενέστερος
    Late Greek - μεταγενέστερη ελληνική
    Late Minoan period - ύστερη μινωική περίοδος
  6. που έχει καθυστέρηση στην έμμηνο ρύση
    I'm late, honey. Could you buy a test?
    Αγάπη μου, έχω καθυστέρηση. Μπορείς να αγοράσεις ένα τεστ;

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός late
συγκριτικός later
υπερθετικός -

late (en)

  1. αργά, μετά την αναμενόμενη, προγραμματισμένη ή συνηθισμένη ώρα
    We arrived late.
    Φτάσαμε αργά.
    Better late than never.
    Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
  2. αργά, κοντά στο τέλος μιας χρονικής περιόδου, της ζωής ενός ατόμου κτλ.
    it was late in the evening - ήταν αργά το βράδυ
    late in the afternoon - αργά το απόγευμα
    late in the spring - αργά την άνοιξη
  3. αργά, προς το τέλος της ημέρας
    They stayed up late.
    Έμειναν αργά.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]