late
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
late (en)
- κοντά στο τέλος μιας χρονικής περιόδου, αργά
- it was late in the evening - ήταν αργά το βράδυ
- (ειδικότερα) προς το τέλος της ημέρας
- It was getting late and I was tired - είχε περάσει η ώρα και ήμουν κουρασμένος
- ύστερος, μεταγενέστερος
- Late Greek - μεταγενέστερη ελληνική
- Late Minoan period - ύστερη μινωική περίοδος
- που φτάνει αργά
- Even though we drove as fast as we could, we were still late. - Αν και τρέχαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, και πάλι αργήσαμε.
- που έχει καθυστέρηση στην έμμηνο ρύση
- I'm late, honey. Could you buy a test? - Αγάπη μου, έχω καθυστέρηση. Μπορείς να αγοράσεις ένα τεστ;
- (ευφημισμός, συχνά με το άρθρο the ή με αντωνυμία my, his κτλ.) ο μακαρίτης
- Her late husband had left her well provided for.
- The piece was composed by the late Igor Stravinsky.
- πρόσφατος
- Lancaster bore him — such a little town, / Such a great man. It doesn't see him often / Of late years, though he keeps the old homestead / And sends the children down there with their mother (Robert Frost, North of Boston, "A Hundred Collars", 1914)