later

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

later (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. μεταγενέστερος
    at one of our later meetings - σε μια από τις μεταγενέστερες συναντήσεις μας
    Later events proved me right.
    Τα μεταγενέστερα γεγονότα απόδειξαν ότι είχα δίκιο.

Επίρρημα[επεξεργασία]

later (en)

  1. έπειτα, κατόπιν, αργότερα, σε μια στιγμή στο μέλλον· μετά την ώρα που μιλάω
    I will tell you later.
    Θα σου πω έπειτα.
    You go ahead and I’ll come later.
    Άντε μπροστά εσύ κι εγώ θα 'ρθω κατοπίν.
    Two days later he came home.
    Δυο μέρες αργότερα ήρθε σπίτι.
  2. (ανεπίσημο) αντίο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

later (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

later (la)