latitudinal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | latitudinal | latitudinals |
θηλυκό | latitudinale | latitudinales |
Επίθετο[επεξεργασία]
latitudinal (fr)
- σχετικός με το γεωγραφικό πλάτος