laundry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
laundry | laundries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
laundry (en)
- (μη μετρήσιμο) η μπουγάδα, η πλύση, ρούχα για πλύσιμο ή που μόλις πλύθηκαν
- (μη μετρήσιμο) το πλύσιμο ρούχων
- (μετρήσιμο) το πλυντήριο, το κατάστημα για το πλύσιμο ρούχων ή χώρος με συσκευή για το πλύσιμο
- ↪ a public laundry - πλυντηριο για το κοινό
- ≈ συνώνυμα: laundromat
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- laundry - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 574, 716. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπουγάδα, πλύση