laundry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
laundry (en)
- το πλυντήριο (κατάστημα για το πλύσιμο ρούχων ή χώρος με συσκευή για το πλύσιμο)
- can you drop my clothes by the laundry tonight on your way home from work?
- our apartment building has laundry in the basement
- ρούχα για πλύσιμο ή που μόλις πλύθηκαν
- I have to go get my laundry out of the dryer, I'll call you back in a few minutes
- το πλύσιμο ρούχων
- I have to do laundry tonight or I won't have any underwear for tomorrow!