lavabo
Εμφάνιση
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lavabo (bs)
- ο νιπτήρας
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lavabo | lavabos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lavabo (fr) αρσενικό
lavabo (bs)
ενικός | πληθυντικός |
lavabo | lavabos |
lavabo (fr) αρσενικό