lavoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lavoir lavoirs

lavoir (fr) αρσενικό

  1. οίκημα για το πλύσιμο των ρούχων
  2. τσιμεντένια πλάκα για πλύσιμο των ρούχων
  3. (τεχνολογία) συσκευή για τον καθαρισμό μεταλλεύματος
  4. το πλυσταριό