laxatif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
laxatif < λατινική laxativus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lak.sa.tif/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό laxatif laxatifs
θηλυκό laxative laxatives

laxatif (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
laxatif laxatifs

laxatif (fr) αρσενικό