Μετάβαση στο περιεχόμενο

lay down

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας lay down
γ΄ ενικό ενεστώτα lays down
αόριστος laid down
παθητική μετοχή laid down
ενεργητική μετοχή laying down

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lay down <  δείτε τις λέξεις lay και down

lay down (en)

  1. ξαπλώνω κάποιον άλλο
      They laid him down on a stretcher.
    Τον ξάπλωσαν σ' ένα φορείο.
  2. βάζω κανόνα, δηλώνω επίσημα ότι ο κόσμος πρέπει να το υπακούει
      I lay down rules.
    Βαζω κανόνες.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

lay down (en)