layered
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]layered (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]layered (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
layered στην αγγλική Βικιπαίδεια