layoff
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]layoff (en)
- η απόλυση εργαζομένων από τη δουλειά τους εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο εργοδότης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- lay off (ρήμα)