Μετάβαση στο περιεχόμενο

leçon

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
leçon leçons

leçon (fr) θηλυκό