leĝo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leĝo | leĝoj |
αιτιατική | leĝon | leĝojn |
leĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leĝo | leĝoj |
αιτιατική | leĝon | leĝojn |
leĝo (eo)