lead
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lead (en)
- (χωρίς πληθυντικό) ο μόλυβδος
Ρήμα 1[επεξεργασία]
ενεστώτας | lead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leads |
αόριστος | led |
παθητική μετοχή | led |
ενεργητική μετοχή | leading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
lead (en)
- οδηγώ, πηγαίνω
- προηγούμαι
- ↪ I would rather be leading at halftime with 1-0 than it be 0-0.
- Θα προτιμούσα να προηγούμαι το ημίχρονο με 1-0 παρά να είναι 0-0.
- ↪ I would rather be leading at halftime with 1-0 than it be 0-0.
Ρήμα 2[επεξεργασία]
ενεστώτας | lead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leads |
αόριστος | leaded |
παθητική μετοχή | leaded |
ενεργητική μετοχή | leading |
lead (en)