lead

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

lead < μέση αγγλική led, leed < αγγλοσαξονική lēad (lead) < δυτική πρωτο-γερμανική *laud (lead) < πρωτοκελτική *ɸloudom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plewd- (ρέω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lɛd/
      ενικός         πληθυντικός  
lead leads

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lead (en)

  1. (χωρίς πληθυντικό) ο μόλυβδος
  2. (τυπογραφία) λεπτή μεταλλική λωρίδα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία της παραδοσιακής τυπογραφίας για το διαχωρισμό των γραμμών κατά το τύπωμα
  3. φύλλα ή πλάκες μολύβδου που χρησιμοποιούνται στις στέγες
  4. στέγη καλυμμένη με φύλλα μολύβδου ή πλάκες μολυβδοκασσίτερου
  5. (αργκό) σφαίρες, πυρομαχικά

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας lead
γ΄ ενικό ενεστώτα leads
αόριστος leaded
παθητική μετοχή leaded
ενεργητική μετοχή leading

lead (en)

  1. καλύπτω, γεμίζω με μόλυβδο
  2. (τυπογραφία) τοποθετώ (κατά τη στοιχειοθεσία) τα μεταλλικά στοιχεία διαχωρισμού των γραμμών


Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

lead < μέση αγγλική leden < from αγγλοσαξονική lǣdan (οδηγώ) < from δυτική πρωτο-γερμανική *laidijaną (διώχνω κάποιον, οδηγώ) < δυτική πρωτο-γερμανική *līþaną (πηγαίνω, φεύγω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leyt- (αφήνω, πεθαίνω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liːd/
ΔΦΑ : /lid/ (ΗΠΑ)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας lead
γ΄ ενικό ενεστώτα leads
αόριστος led
παθητική μετοχή led
ενεργητική μετοχή leading
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lead (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) οδηγώ, πηγαίνω με ή μπροστά σε ένα πρόσωπο ή ένα ζώο για να δείξω το δρόμο ή να τους κάνω να πάνε στη σωστή κατεύθυνση
    I will lead you home.
    Θα σε πάω σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη take
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) βγάζω, πάω, ένας δρόμος, μονοπάτι ή πόρτα πηγαίνει σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    Where does this road lead?
    Πού πάει/βγάζει αυτός ο δρόμος;
    That door leads to the garden.
    Η πόρτα αυτή βγάζει στον κήπο.
     συνώνυμα: go
  3. (αμετάβατο) βγάζω, έχω κάτι ως αποτέλεσμα
    Your policy doesn’t lead anywhere.
    Η πολιτική σου δε βγάζει πουθενά.
  4. (μεταβατικό) κινώ, παρακινώ σε μια πράξη ή ενέργεια
    What led him to tell such a lie?
    Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;
    What led him to refuse?
    Τι τον παρακίνησε να αρνηθεί;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) προηγούμαι, είμαι ο καλύτερος σε κάτι, είμαι στην πρώτη θέση
    I would rather be leading at halftime with 1-0 than it be 0-0.
    Θα προτιμούσα να προηγούμαι το ημίχρονο με 1-0 παρά να είναι 0-0.
  6. (μεταβατικό) ηγούμαι, διοικώ

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]