lead
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- lead < μέση αγγλική led, leed < αγγλοσαξονική lēad (lead) < δυτική πρωτο-γερμανική *laud (lead) < πρωτοκελτική *ɸloudom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plewd- (ρέω)
Προφορά[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lead | leads |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lead (en)
- (χωρίς πληθυντικό) ο μόλυβδος
- (τυπογραφία) λεπτή μεταλλική λωρίδα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία της παραδοσιακής τυπογραφίας για το διαχωρισμό των γραμμών κατά το τύπωμα
- φύλλα ή πλάκες μολύβδου που χρησιμοποιούνται στις στέγες
- στέγη καλυμμένη με φύλλα μολύβδου ή πλάκες μολυβδοκασσίτερου
- (αργκό) σφαίρες, πυρομαχικά
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | lead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leads |
αόριστος | leaded |
παθητική μετοχή | leaded |
ενεργητική μετοχή | leading |
lead (en)
- καλύπτω, γεμίζω με μόλυβδο
- (τυπογραφία) τοποθετώ (κατά τη στοιχειοθεσία) τα μεταλλικά στοιχεία διαχωρισμού των γραμμών
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- lead < μέση αγγλική leden < from αγγλοσαξονική lǣdan (οδηγώ) < from δυτική πρωτο-γερμανική *laidijaną (διώχνω κάποιον, οδηγώ) < δυτική πρωτο-γερμανική *līþaną (πηγαίνω, φεύγω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leyt- (αφήνω, πεθαίνω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | lead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leads |
αόριστος | led |
παθητική μετοχή | led |
ενεργητική μετοχή | leading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
lead (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) οδηγώ, πηγαίνω με ή μπροστά σε ένα πρόσωπο ή ένα ζώο για να δείξω το δρόμο ή να τους κάνω να πάνε στη σωστή κατεύθυνση
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βγάζω, πάω, ένας δρόμος, μονοπάτι ή πόρτα πηγαίνει σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- (αμετάβατο) βγάζω, έχω κάτι ως αποτέλεσμα
- ↪ Your policy doesn’t lead anywhere.
- Η πολιτική σου δε βγάζει πουθενά.
- ↪ Your policy doesn’t lead anywhere.
- (μεταβατικό) κινώ, παρακινώ σε μια πράξη ή ενέργεια
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προηγούμαι, είμαι ο καλύτερος σε κάτι, είμαι στην πρώτη θέση
- ↪ I would rather be leading at halftime with 1-0 than it be 0-0.
- Θα προτιμούσα να προηγούμαι το ημίχρονο με 1-0 παρά να είναι 0-0.
- ↪ I would rather be leading at halftime with 1-0 than it be 0-0.
- (μεταβατικό) ηγούμαι, διοικώ
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Λήμματα με τον όρο 'lead' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'lead' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- lead (verb 1) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 448-449, 656. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, κινώ, παρακινώ