lean on the horn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

lean on the horn (en)

  • αναίσθητος (λόγο εγκεφαλικού, καρδιακής προσβολής κτλ.) οδηγός που πιέζει την κόρνα