learned
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | learned |
συγκριτικός | more learned |
υπερθετικός | most learned |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
learned (en)
- ο πολυμαθής, ο μορφωμένος, ο διαβασμένος, o σπουδαγμένος (λαϊκά), ο καταρτισμένος, ο λόγιος
- ↪My learned friend disagrees and I trust him on that (ο μορφωμένος φίλος μου διαφωνεί και θα συμφωνήσω μαζί του επ' αυτού, έχω εμπιστοσύνη στη γνώμη του και τείνω να συμφωνήσω με αυτήν)
- ≈ συνώνυμα: erudite, well-read, well-informed
- κάτι που έχει μάθει κάποιος, που το έχει διδαχεί (σε αντιδιαστολή συνήθως προς αυτό που έχει κληρονομήσει, που το συναισθάνεται εκ γενετής)
- ↪ This is a learned behavior (είναι συμπεριφορά που αποτελεί προϊόν εκπαίδευσης ή ανατροφής, δεν αποτελεί ενστικτώδη συμπεριφορά)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
learned (en)