learned

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός learned
συγκριτικός more learned
υπερθετικός most learned

Ετυμολογία [επεξεργασία]

learned < ... Μορφολογικά αναλύεται σε learn + -ed

Επίθετο[επεξεργασία]

learned (en)

  1. ο πολυμαθής, ο μορφωμένος, ο διαβασμένος, o σπουδαγμένος (λαϊκά), ο καταρτισμένος, ο λόγιος
    My learned friend disagrees and I trust him on that (ο μορφωμένος φίλος μου διαφωνεί και θα συμφωνήσω μαζί του επ' αυτού, έχω εμπιστοσύνη στη γνώμη του και τείνω να συμφωνήσω με αυτήν)
     συνώνυμα: erudite, well-read, well-informed
  2. κάτι που έχει μάθει κάποιος, που το έχει διδαχεί (σε αντιδιαστολή συνήθως προς αυτό που έχει κληρονομήσει, που το συναισθάνεται εκ γενετής)
    This is a learned behavior (είναι συμπεριφορά που αποτελεί προϊόν εκπαίδευσης ή ανατροφής, δεν αποτελεί ενστικτώδη συμπεριφορά)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

learned (en)