leave out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | leave out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leaves out |
αόριστος | left out |
παθητική μετοχή | left out |
ενεργητική μετοχή | leaving out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌliːv ˈaʊt/
Ρήμα[επεξεργασία]
leave out (en)
- παραλείπω, δεν συμπεριλαμβάνω ή δεν αναφέρω κάποιον ή κάτι σε κάτι