lecz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lɛt͡ʃ̑/
 

Μόριο[επεξεργασία]

lecz (pl)

  1. μα, αλλά

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

lecz (pl)

  1. δεύτερο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος leczyć