leczenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leczenie | leczenia |
γενική | leczenia | leczeń |
δοτική | leczeniu | leczeniom |
αιτιατική | leczenie | leczenia |
οργανική | leczeniem | leczeniami |
τοπική | leczeniu | leczeniach |
κλητική | leczenie | leczenia |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- leczenie < leczyć
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
leczenie (pl) ουδέτερο