legado
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | legado | legadoj |
αιτιατική | legadon | legadojn |
legado (eo)
- η διήγηση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | legado | legadoj |
αιτιατική | legadon | legadojn |
legado (eo)